λυτρωμός

λυτρωμός
ο [λυτρώνω]
απαλλαγή από κάποιο κακό, σωτηρία, λύτρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λυτρωμός — ο απαλλαγή από κάποιο κακό, η λύτρωση: Υπέφεραν πολλά ελπίζοντας να φτάσει η ώρα του λυτρωμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λύτρωμα — το [λυτρώνω] λυτρωμός …   Dictionary of Greek

  • λύτρωση — Βλ. λ. απολύτρωση. * * * η (AM λύτρωσις, έως) [λυτρώνω] απαλλαγή από κακό, απολύτρωση, λυτρωμός, σωτηρία («καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῡ», ΚΔ) μσν. αρχ. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («καὶ λύτρωσιν αἰχμαλώτων», Πλούτ.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • Κωτσόπουλος, Θάνος — (Αθήνα 1911 – 1993). Ηθοποιός του θεάτρου και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά φιλολογία και εργάστηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Η γνωριμία του με τον Φώτο Πολίτη ήταν η αφορμή για να ασχοληθεί με το θέατρο. Τελείωσε με άριστα τη δραματική σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Παράσχος, Κλέων — (Πύργος Βουλγαρίας 1896 – Αθήνα 1964). Κριτικός και ποιητής. Σπούδασε εμπορικά στην Ελβετία, διετέλεσε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας και τελικά δημοσιογράφησε σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες. Για ένα διάστημα εργάστηκε και στο υπουργείο Τύπου. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Ταγκόπουλος — Επώνυμο Ελλήνων λογοτεχνών. 1. Δημήτριος (Ύδρα 1867 – Αθήνα 1926). Από νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε ιατρική της οποίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας (1890). Tην άσκησε μάλιστα ως επάγγελμα για ένα μικρό διάστημα στους… …   Dictionary of Greek

  • λύτρωση — η η σωτηρία, η απελευθέρωση, ο λυτρωμός: Η λύτρωση του λαού από τον κατακτητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”